- υδροτροχός
- ο, Ν1. μηχανική κατασκευή παραγωγής ενέργειας από ρεύμα νερού ή υδατόπτωση, αποτελούμενη από τροχό με πτερύγια στερεωμένα στην περιφέρειά του2. είδος τροχού που φέρει μικρούς κάδους στα πτερύγιά του, με τους οποίους επιτυγχάνεται η άντληση νερού για αρδευτικούς σκοπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + τροχός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.